ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ

Από το 1981 έως το 2004 εργάστηκα ως μέλος του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Το 2004, ενώ ήμουν ήδη Καθηγητής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, εξελέγη και Καθηγητής Παιδιατρικής στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας. Ταυτόχρονα ανέλαβα και την Διεύθυνση της Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής στο ΠΓΝΛ.

Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα για την αναβάθμιση της παιδιατρικής φροντίδας στην Θεσσαλία και ανέπτυξα την Παιδιατρική Κλινική έτσι ώστε να έχουν ελαχιστοποιηθεί οι διακομιδές παιδιών προς Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Η Γενική Παιδιατρική έχει πληθώρα νοσημάτων τόσο οξέων όσο και χρόνιων, άλλοτε άλλης βαρύτητας.

Καθημερινά, σε συνεργασία με άξιους συναδέλφους στην Κλινική μας νοσηλεύουμε περιστατικά που χρήζουν εκτεταμένης διερεύνησης και εξειδικευμένης αντιμετώπισης.

Η αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών εξακολουθεί να είναι μια πρόκληση για εμένα και θα συνεχίσω να προσφέρω τις γνώσεις μου αλλά και την εμπειρία μου στον τομέα αυτό.

 

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ  

Από το 1986, μετά από εξειδίκευση στις Παιδιατρικές Λοιμώξεις στις ΗΠΑ (Fellow in Pediatric Infectious Diseases, Department of Pediatrics, University of Texas Health Science Center at Dallas, Southwestern Medical School, Children’s Medical Center και Parkland Memorial Hospital, Dallas, Texas) η κύρια ενασχόληση μου μέχρι σήμερα είναι οι Παιδιατρικές Λοιμώξεις.

Στο πλαίσιο αυτής της εξειδίκευσης ανήκουν νοσήματα όπως

  • συγγενείς λοιμώξεις του νεογνού
  • λοίμωξη από SARS – CoV – 2
  • συνήθεις λοιμώξεις της παιδιατρικής (ωτίτιδα, πνευμονία, ουρολοίμωξη)
  • πιο σοβαρές λοιμώξεις όπως σηπτική αρθρίτιδα, οστεομυελίτιδα, μηνιγγίτιδα
  • ζωονόσοι, όπως βρουκέλλωση, σαλμονέλλωση, λεϊσμανίαση, τοξοπλάσμωση κ.α.
  • φυματίωση
  • σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα σε εφήβους
  • υποτροπιάζουσες λοιμώξεις
  • Υποτροπιάζοντα/περιοδικά εμπύρετα
  • λοιμώξεις σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς
  • Εμβόλια

Α. ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Αφορά τις  λοιμώξεις του νεογνού από ιούς ή παράσιτα, οι οποίες μεταδίδονται κάθετα από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια όπως κύησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εάν η λοίμωξη δεν προκαλέσει αποβολή του εμβρύου, τη γέννηση φυσιολογικού νεογνού χωρίς άμεσες ή απώτερες επιπλοκές, είτε τη γέννηση νεογνού με συγγενείς διαμαρτίες ή νεογνού που θα εμφανίσει αργότερα επιπλοκές όπως συγγενούς λοίμωξης (όψιμη εμφάνιση νόσου).

Η συγγενής τοξοπλάσμωση είναι μία από τις δύο συχνότερες συγγενείς λοιμώξεις, η διάγνωση της οποίας γίνεται κατά την διάρκεια της κύησης και η έγκυος λαμβάνει θεραπεία. Μετά τον τοκετό ανάλογα με τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο νεογνό μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση θεραπείας και στο νεογνό.

Η δεύτερη συχνότερη συγγενή λοίμωξη είναι η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοιό. Η παρακολούθηση της εγκύου που νόσησε με κυτταρομεγαλοιό κατά την κύηση και ο προγεννητικός έλεγχος δεν αρκούν να τεκμηριώσουν ή να αποκλείσουν την συγγενή λοίμωξη από CMV στο νεογνό. Απαιτείται έλεγχος στο νεογνό με PCR ούρων για  CMV μέσα στις πρώτες 15 ημέρες ζωής και ανάλογα με τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου τεκμηριώνεται ή όχι η συγγενής αυτή λοίμωξη στο νεογνό. Σε μερικές περιπτώσεις απαιτείται δε η χορήγηση αντιϊκής θεραπείας στο νεογνό για αρκετούς μήνες.

Αν και δεν είναι συχνές, οι συγγενείς λοιμώξεις είναι σοβαρές λοιμώξεις που χρήζουν στενής και μακροχρόνιας παρακολούθησης από ομάδα ειδικών, συμπεριλαμβανομένου του παιδολοιμωξιολόγου, ο οποίος και θα τεκμηριώσει την διάγνωση.  

Σκοπός είναι η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση συγγενών λοιμώξεων τόσο στο έμβρυο όσο και στο νεογνό με σκοπό την ελάττωση των απώτερων επιπλοκών.   

Β. ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Οι λοιμώξεις στην παιδιατρική αποτελούν το συχνότερο αίτιο προσκομιδής των ασθενών είτε στον ιδιώτη παιδίατρο είτε σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, στο Νοσοκομείο. Τα πρώτα έτη της ζωής τα παιδιά εμφανίζουν συχνά λοιμώξεις, οι οποίες ταλαιπωρούν τόσο αυτά όσο και την οικογένεια τους. Απαιτείται έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση σε συνδυασμό με ορθολογική χρήση αντιβιοτικών. Η κατάχρηση αντιβιοτικών είναι ίσως από τα μεγαλύτερα προβλήματα του 21ου αιώνα διότι η αλόγιστη χρήση τους έχει οδηγήσει στην δημιουργία ανθεκτικών στελεχών με αποτέλεσμα συνήθεις λοιμώξεις όπως η ωτίτιδα συχνά να είναι πολύ δύσκολο να ιαθεί με κοινά αντιβιοτικά.

Μερικές φορές έχουμε υποτροπιάζουσες λοιμώξεις όπως ωτίτιδες ή πνευμονίες και θα πρέπει σε αυτά τα παιδιά να γίνει ανοσολογικός έλεγχος και εκτίμηση της ανοσοεπάρκειας του παιδιού αλλά και πιθανών υποκείμενων αιτιών που προκαλούν αυτές τις υποτροπές, όπως συγγενείς ανωμαλίες.

Εκτός από τις κοινές λοιμώξεις υπάρχουν νοσήματα όπως η βρουκέλλωση (μελιταίος πυρετός), η σαλμονέλλωση που είναι συχνά σε αρκετές περιοχές της χώρας μας, ιδιαίτερα στις αγροτικές. Η Θεσσαλία ανήκει σε αυτήν την κατηγορία και θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα τόσο για πρόληψη όσο και για την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία τους.

Γ. ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝΤΑ/ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΕΜΠΥΡΕΤΑ

Τα υποτροπιάζοντα ή περιοδικά εμπύρετα χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση πυρετού με μια περιοδικότητα που μπορεί να είναι σταθερή αλλά και μεταβαλλόμενη μαζί με συμπτώματα όπως εξάνθημα, κοιλιακό πόνο, αρθραλγίες, στοματικά έλκη, επιπεφυκίτιδα κ.α.

Η υποψία τίθεται όταν εκδηλωθούν 3 ή περισσότερα επεισόδια πυρετού χωρίς συγκεκριμένη αιτία εντός 6 μηνών και στα οποία δεν υπάρχουν συμπτώματα κοινών λοιμώξεων.

To PFAPA (Periodic Fever, Apthous Ulcers, Pharyngitis, Adenitis) είναι ένα περιοδικό εμπύρετο σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επεισόδια πυρετού, αφθώδη έλκη στο στόμα, φαρυγγίτιδα και διόγκωση των λεμφαδένων στο λαιμό. Η συχνότητα του PFAPA δεν είναι γνωστή, αλλά ίσως πρόκειται για το πιο συχνό περιοδικό εμπύρετο σύνδρομο. Το PFAPA αρχίζει συνήθως στην πρώιμη παιδική ηλικία, μεταξύ δύο έως πέντε ετών, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί και σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας ή ακόμη και ενήλικες (πολύ σπάνια).

Η αιτία του PFAPA δεν είναι γνωστή και μέχρι στιγμής δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιο γονίδιο το οποίο να σχετίζεται με το σύνδρομο. Δεν υπάρχουν ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις για τη διάγνωση του PFAPA. Η διάγνωση του συνδρόμου είναι κλινική και τίθεται με βάση συμπτώματα και τη φυσική εξέταση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αποκλειστούν λοιμώξεις που προκαλούν ανάλογα συμπτώματα.